- ευτόρνευτος
- ος , ον легко обтачиваемый, вытачиваемый (на токарном станке)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ευτόρνευτος — η, ο (Α εὐτόρνευτος, ον) 1. αυτός που είναι καλά τορνευμένος, ο καλά στρογγυλεμένος 2. αυτός που τορνεύεται εύκολα, ο ευκολοτόρνευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τορνευτός (< τορνεύω < τόρνος)] … Dictionary of Greek
εὐτόρνευτε — εὐτόρνευτος masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)